- σοφέρ
- και σωφέρ, ο, θηλ. σοφερίνα, Νοδηγός αυτοκινήτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauffeur < chauffer «θερμαίνω, ανάβω (τη μηχανή)»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοφέρ — ο άκλ. (λ. γαλλ.), οδηγός αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοφεράντζα — η, Ν έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφέρ + κατάλ. άντζα (πρβλ. μπροστ άντζα, προστυχ άντζα)] … Dictionary of Greek
σωφέρ — ο, Ν βλ. σοφέρ … Dictionary of Greek